Σκεφτείτε ένα άτομο στη διάρκεια μιας σεξουαλικής επαφής. Ξαφνικά, αρχίζει να παρατηρεί ότι χάνει τη στύση του, νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο του σώματός του και ανησυχεί, διότι δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει η στύση του, αν αυτή θα έχει διάρκεια για τη σεξουαλική του επαφή και στο τέλος τη χάνει τελείως.
Πολλές φορές δεν χρειάζεται καν να χαθεί τελείως η στύση για να είναι ένα άτομο δυσαρεστημένο με τη σκληρότητά της. Είναι σαν να κυριαρχεί έντονα η πεποίθηση ότι η στύση πρέπει να είναι όσο πιο σκληρή γίνεται και να είναι σε αυτή την κατάσταση σε όλη τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Αν τυχόν χαθεί, τότε καταναλώνεται περισσότερη νοητική ενέργεια στο να σκεφτόμαστε ότι τώρα «Δεν είμαι κάλος», «Είμαι ανίκανος να κρατήσω τη στύση μου», «Τώρα θα απογοητεύσω το άτομο που έχω δίπλα στο κρεβάτι μου» και με την ύπαρξη αυτών των σκέψεων, δεν επικεντρωνόμαστε στους τρόπους που θα μπορούσαμε να την ανακτήσουμε, αλλά αναλωνόμαστε στο τι έγινε, απογοητευόμαστε περισσότερο και δεν απολαμβάνουμε τη σεξουαλική μας δραστηριότητα.
Ακόμα, το «παιχνίδι» της σκληρότητας της στύσης δεν σταματά εκεί, επεκτείνεται και στις επόμενες σεξουαλικές μας επαφές. Αρχίζουμε να φοβόμαστε ότι και στο μέλλον πάλι θα συμβεί το ίδιο. Με αυτό το τρόπο, εγκλωβιζόμαστε σε μια νοοτροπία του ότι η στύση είναι «ανεξέλεγκτη», δεν μπορούμε να την κουμαντάρουμε και ότι καταφέρνει μόνο να μας απογοητεύει και να χαλάει τις σεξουαλικές μας επαφές. Έτσι, καταλήγουμε να κάνουμε σεξ μόνο όταν «εξασφαλίσουμε» με κάποιο τρόπο ότι θα είναι τέλεια καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξης, καταφεύγοντας πολλές φορές λανθασμένα στην χρήση φαρμάκων για τη στύση.
Αξίζει να βγάλουμε αυτή την προσδοκία από το μυαλό μας και να συνειδητοποιήσουμε ότι όταν μαλακώνει η στύση μας μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια από το σεξουαλικό μας παρτενέρ, να παίξουμε μαζί του και να εξερευνήσουμε, άλλα σημεία και τρόπους σεξουαλικής διασκέδασης, ώστε να ξεφύγουμε από αυτή την κατάσταση.