Συχνά, οι άνθρωποι μπερδεύουν την έννοια της θλίψης με τον όρο κατάθλιψη. Η μελαγχολία και η θλίψη περιγράφουν δύο υγιείς και ωφέλιμες συναισθηματικές αποκρίσεις, που έρχονται στην ψυχική εικόνα του ατόμου, παροδικά ως απάντηση σε κάποιο δυσάρεστο, επίπονο ή και αιφνίδιο γεγονός, όπως για παράδειγμα ένας χωρισμός, η απώλεια εργασίας. Η ειδοποιός διαφορά με την κατάθλιψη έγκειται στη σκέψη, συμπεριφορά και πιο ολιστικά στη λειτουργικότητα που έχει ο άνθρωπος σε σημαντικούς τομείς της ζωής του. Πώς μπορεί να επηρεάσει η κατάθλιψη τη συντροφική σχέση και τη σεξουαλική ζωή;
Η καταθλιπτική διάθεση που συνοδεύει το άτομο κατά τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή/ και η ανηδονία (μειωμένο ενδιαφέρον ή ευχαρίστηση) αποτελούν κύρια σημάδια ότι ο άνθρωπος έχει βυθιστεί σε ένα έντονο δυσάρεστο συναίσθημα, που επιμένει. Οι αλλαγές στο βάρος, στον ύπνο, η ανησυχία, η μειωμένη ενέργεια και η ελάττωση της σεξουαλικής επιθυμίας είναι επιπλέον μερικές από τις ενδείξεις, που μπορεί να εμφανιστούν. Η γενικευμένη θλίψη και η ανάγκη απομόνωσης, που παραπέμπουν στην κατάθλιψη δύναται να επηρεάσουν σημαντικές πτυχές της ζωής του ατόμου, όπως η σχέση με το σύντροφο, τους φίλους και την οικογένεια.
Ο σύντροφος, λόγω της πιο συχνής επαφής, μπορεί να είναι και ο πρώτος που θα αντιληφθεί την αλλαγή στη συναισθηματική κατάσταση του αγαπημένου του. Η πραγματικότητα είναι πως η κατάθλιψη διεισδύει μέσα στο ζευγάρι, με το σύντροφο να αισθάνεται ανεπιθύμητος, παραμελημένος, λόγω της απόσυρσης του καταθλιπτικού ατόμου, αλλά και προβληματισμένος. Αν το ζευγάρι δεν καταφέρει να εξηγήσει αυτό που του συμβαίνει, υπάρχει κίνδυνος να οδηγηθεί στη σύγκρουση, αλλά και στην διάλυση της σχέσης.
Από την άλλη πλευρά, ο σύντροφος μπορεί να σταθεί και αφορμή στην αναζήτηση στήριξης και βοήθειας, ως πηγή δύναμης για την προσπάθεια η σχέση να ξεπεράσει αυτή τη δοκιμασία, στέλνοντας το μήνυμα «Είμαι δίπλα σου και σε στηρίζω». Καθώς ο ίδιος ο σύντροφος κατέχει σημαντικό ρόλο και μπορεί να λειτουργήσει θετικά στην πορεία της θεραπείας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι δύσκολος ο δρόμος και για τον ίδιο.
Αυτή η ψυχική απορρύθμιση δύναται να επηρεάσει σημαντικά τον τρόπο που λειτουργεί το άτομο στη σεξουαλική του ζωή. Η κακή διάθεση και η απώλεια ενεργητικότητας έρχεται να επηρεάσει τη σεξουαλική έκφραση, επιθυμία και εμπλοκή του ατόμου, με πιο συχνή την απουσία ενδιαφέροντος για το σεξ.
Περίπου 8/10 ανθρώπους που έρχονται αντιμέτωποι με την κατάθλιψη, θα εμφανίσουν μειωμένη σεξουαλική επιθυμία.
Κάποιες φορές, το άτομο φτάνει να αρνείται ολοκληρωτικά το σεξουαλικό του ρόλο, αφού η σεξουαλική επιθυμία απουσιάζει και μπορεί να φτάσει και στο σημείο της σεξουαλικής αποστροφής.
Συγκεκριμένα η γυναίκα μπορεί, ακόμη κι αν προσπαθήσει να εμπλακεί ερωτικά, να παρουσιάσει δυσκολία στο στάδιο της διέγερσης, να αδυνατεί να χαλαρώσει ψυχικά και να εμπλακεί συναισθηματικά, με μειωμένη ή απώλεια κολπικής εφύγρανσης και κατ’ επέκταση δυσκολία ή απουσία οργασμικής κορύφωσης.
Και στον άνδρα, το στοιχείο της ανηδονίας εισβάλλει στη σεξουαλική του ζωή, καθώς συχνά χάνει το ενδιαφέρον του, με μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, όπου σπανίζουν ή εκλείπουν οι σεξουαλικές φαντασιώσεις. Η πιθανή εμφάνιση δυσκολίας στην απόκτηση ή διατήρηση της στύσης του, μπορεί να τον εγκλωβίσει και επιβαρύνει περαιτέρω, απομακρύνοντάς τον περισσότερο από τη σεξουαλική του ζωή.
Ο ειδικός ψυχικής υγείας οφείλει να επικεντρωθεί, τόσο στη στήριξη και θεραπεία της κατάθλιψης, όσο και στη διερεύνηση κάθε πτυχής της ζωής που ενδέχεται να προβληματίζει τον άνθρωπο, όπως οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει υποστεί η συντροφική σχέση και η σεξουαλική ζωή, καθώς αν παραμεληθούν μπορούν να επιδεινώσουν την ψυχική του εικόνα.
Δυστυχώς, το σεξουαλικό πρόβλημα, συχνά, ως θέμα θεωρείται ακόμη και σήμερα από πολλούς ταμπού, παραμένοντας καλά κρυμμένο.
Η σεξουαλική ζωή αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα και μπορεί καθένας να την διεκδικήσει, καθώς αποτελεί μέσο ψυχικής ολοκλήρωσης και βασικό κριτήριο ποιότητας ζωής.
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.