Η ανεξάρτητη και δυναμική γυναίκα του σήμερα δεν συγκρίνεται σε καμία περίπτωση με την υποτακτική νοικοκυρά και σύντροφο της δεκαετίας του ’50. Η βαθμιαία άνοδος του φεμινισμού βοήθησε τη γυναίκα να χειραφετηθεί και να διεκδικήσει σταδιακά μία ισότιμη θέση δίπλα στον άνδρα, κυρίως μέσα από τη συμμετοχή της στο εκπαιδευτικό σύστημα και στον εργασιακό στίβο.
Οι «παντοδύναμες» γυναίκες, με την πολύπλευρη σκέψη και τη χαρακτηριστική τους ενσυναίσθηση, φαίνεται ότι έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τους πολυμήχανους άνδρες, αν αναλογιστεί κανείς ότι στις μέρες μας υπάρχουν νοικοκυριά που στηρίζονται αποκλειστικά στο γυναικείο εισόδημα. Μολονότι το διαζύγιο συνιστά μία σοβαρή πρόκληση σε περιόδους κοινωνικο-οικονομικής αστάθειας, η σύγχρονη γυναίκα, όμορφη, καλλιεργημένη και ανεξάρτητη, φαίνεται ότι τολμά και το διεκδικεί προκειμένου να απομακρύνει από δίπλα της τον φοβισμένο και οκνηρό άνδρα που στέκεται εμπόδιο στην ευτυχία της. Τι μπορεί να σημαίνει όμως αυτό για την προσωπική της εξέλιξη και την ψυχολογία της;
Το διαζύγιο αξιολογείται από αρκετούς μελετητές ως ένα μικρό πένθος και ταξινομείται στην κλίμακα των στρεσογόνων καταστάσεων αμέσως μετά την απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου. Αρκετοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να είναι περισσότερο ψυχο-κοινωνικά ευάλωτες μετά τη διάλυση ενός γάμου, καθώς αναλαμβάνουν σημαντικό αριθμό ποικίλων ευθυνών, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν παιδιά.
Οι γυναίκες με υψηλότερο μορφωτικό και κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο φαίνεται ότι μπορούν να προσαρμοστούν ευκολότερα στη συνθήκη του διαζυγίου. Και αυτό γιατί συνήθως έχουν περισσότερες ευκαιρίες προσωπικής εξέλιξης, είναι σε θέση να λύσουν με μεγαλύτερη ευκολία τα προβλήματά τους και αισθάνονται ότι έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό τον έλεγχο της ζωής τους κατά τη διάρκεια αυτής της δύσκολης μετάβασης. Στον αντίποδα, οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και δυσκολίες επαγγελματικής αποκατάστασης φαίνεται να αδυνατούν να βιώσουν και να αγκαλιάσουν τα πλεονεκτήματα των μακροπρόθεσμων αλλαγών του διαζυγίου. Τις περισσότερες φορές βυθίζονται στα συναισθήματα της προσωπικής αποτυχίας και της ανασφάλειας, εμφανίζοντας καταθλιπτική συμπτωματολογία.
Ποιο είναι όμως εκείνο το στοιχείο που κάνει ορισμένες γυναίκες να ευδοκιμούν και άλλες να αγωνίζονται μετά από ένα διαζύγιο; Η αίσθηση της προσωπικής ασφάλειας και της ανασφάλειας, η οποία συνδέεται αναπόφευκτα με προγενέστερα οικογενειακά βιώματα, καθώς και με το είδος των συναισθηματικών δεσμών στους οποίους έχει μυηθεί το κάθε άτομο, συνιστά σημαντικό προγνωστικό παράγοντα της έκβασης ενός διαζυγίου.
Για παράδειγμα, οι ανασφαλείς γυναίκες φαίνεται να δυσκολεύονται περισσότερο να διαχειριστούν τους συναισθηματικούς δεσμούς με τον πρώην σύζυγό τους. Συνήθως συνεχίζουν να εξαρτώνται από αυτόν (επιδιώκοντας είτε τη διαρκή επικοινωνία είτε την αντιπαράθεση) τόσο σε συναισθηματικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο ακόμη και αν οι νομικοί δεσμοί έχουν σπάσει. Παράλληλα, καθίστανται επιρρεπείς στην ανάπτυξη ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, όπως η κατάθλιψη και οι διατροφικές διαταραχές. Στον αντίποδα, οι γυναίκες που αισθάνονται μεγαλύτερη πίστη στον εαυτό και στις δυνατότητές τους τείνουν να χρησιμοποιούν πιο λειτουργικό σκεπτικό και να διαθέτουν πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης των προβλημάτων, με αποτέλεσμα να βιώνουν λιγότερα σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα μετά το διαζύγιο.
Η ύπαρξη ενός υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου σχέσεων και φίλων μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα σημαντική κατά τη διάρκεια των προσπαθειών προσωπικής ανασυγκρότησης και κοινωνικής επαναπροσαρμογής μιας διαζευγμένης γυναίκας. Εκείνη που βίωσε πρόσφατα τον χωρισμό και το διαζύγιο έχει ανάγκη από ειλικρινή κατανόηση και ψυχολογική υποστήριξη και όχι από επικριτικούς σχολιασμούς ή αναμοχλευτικές και αδιάκριτες ερωτήσεις σχετικά με τα αίτια της λύσης του γάμου. Παράλληλα, η δυνατότητα πρόσβασης σε ένα σύνολο οργανωμένων κοινωνικών κρατικών δομών μπορεί να βοηθήσει τη διαζευγμένη γυναίκα να διαχειριστεί αποτελεσματικότερα τις νομικές, τις οικονομικές και τις ψυχολογικές δυσκολίες που ανακύπτουν μετά το διαζύγιο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν παιδιά.
Παρ’ όλα αυτά, η πλειονότητα των διαζευγμένων γυναικών, ιδιαίτερα κατά το πρώτο διάστημα μετά το διαζύγιο, φαίνεται να βιώνει ένα είδος κοινωνικής απομόνωσης. Οι καθημερινές απαιτήσεις από την εργασία, η φροντίδα του σπιτιού και ενδεχομένως των παιδιών, που συνήθως μονοπωλούν το ενδιαφέρον και τον χρόνο των διαζευγμένων γυναικών, περιορίζουν σημαντικά την ενεργή κοινωνική συμμετοχή τους. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι συχνά η απώλεια ενός συζύγου συνεπάγεται και την απώλεια μεγάλου αριθμού κοινωνικών επαφών για τη διαζευγμένη γυναίκα, όπως είναι οι συγγενείς, τα παντρεμένα ζευγάρια φίλων και οι γείτονες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τι είδους στάση οφείλουν να κρατήσουν απέναντι στο χωρισμένο ζευγάρι, με αποτέλεσμα σταδιακά να απομακρύνονται.
Η αναζήτηση ενός νέου ερωτικού συντρόφου μπορεί να αποτελέσει ταυτόχρονα συναρπαστική αλλά και στρεσογόνα εμπειρία για μια διαζευγμένη γυναίκα. Πιο συγκεκριμένα, η δημιουργία νέων ρομαντικών σχέσεων φαίνεται να προσφέρει εκ νέου την αίσθηση της υποστήριξης και της ασφάλειας σε ορισμένες διαζευγμένες γυναίκες. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι νέες ερωτικές σχέσεις, και ιδιαίτερα εκείνες που στηρίζονται στο περιστασιακό σεξ, καταλήγουν να παράγουν εντονότερα συναισθήματα μοναξιάς και δυστυχίας, οδηγώντας στην υποβάθμιση της προσωπικής αυτοεκτίμησης του διαζευγμένου ατόμου.
Ολοκληρώνοντας, η διαζευγμένη γυναίκα πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα ειλικρινής με τον εαυτό της. Το διαζύγιο πρέπει να γίνει αντιληπτό από την ίδια όχι ως μια προσωπική αποτυχία, αλλά ως προϊόν ώριμης απόφασης. Η διαζευγμένη γυναίκα θα πρέπει πλέον να δεσμευτεί απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό ότι θα συνεχίσει να απολαμβάνει τη ζωή της.